Περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας είχε το 1912 ως μητρική του γλώσσα τα σλαβομακεδονικά. Το 1965, υπηρεσιακές εκθέσεις εκτιμούσαν σε 130-150.000 τους σλαβόφωνους κατοίκους τριών μονάχα νομών (Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας). Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα "ντόπικα" εξακολουθούν να μιλιούνται σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Ελλάδας. Η εξάλειψη αυτής της σλαβογλωσσίας θεωρήθηκε ευθύς εξαρχής -και παρέμεινε ώς τις μέρες μας- ο μείζων "εθνικός στόχος" στην περιοχή. Για την επίτευξή του στρατεύτηκε όλος ο κρατικός μηχανισμός, από την κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας μέχρι τον απλό χωροφύλακα ή δάσκαλο. Αντίθετα απ'' ό,τι ισχυρίζεται η κυρίαρχη ιστοριογραφία, η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας δεν αποτέλεσε τη μοναδική εποχή δίωξης του "τρισκατάρατου ξενικού ιδιώματος", αλλά την κορύφωση μιας πολιτικής που κράτησε δεκαετίες. Η απαγορευμένη γλώσσα παρακολουθεί αυτή την πολιτική καταστολής, τρομοκράτησης, χλευασμού και "εθνικής" κινδυνολογίας στη διαχρονική της εξέλιξη, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα. Για τη συγγραφή της χρησιμοποιήθηκε ένας μεγάλος αριθμός από αδημοσίευτα ντοκουμέντα, πολλά από τα οποία έρχονται στο φως για πρώτη φορά. Οκτώ χρόνια μετά την αρχική έκδοσή του από τις εκδόσεις Μαύρη Λίστα, το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου "Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία" κυκλοφορεί ξανά, σε 4η έκδοση, από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Αντικείμενό του είναι οι κρατικοί και παρακρατικοί σχεδιασμοί ενός ολόκληρου αιώνα για την εξάλειψη του "τρισκατάρατου ξενικού ιδιώματος" των σλαβόφωνων κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας, αλλά και η πολιτική διατεταγμένης σιωπής που επιβλήθηκε όσον αφορά το συγκεκριμένο "πρόβλημα" κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Εκτός από την προϋπάρχουσα ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, για τη συγγραφή του βιβλίου χρησιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός από αδημοσίευτα υπηρεσιακά ντοκουμέντα από διάφορα αρχεία και τη δημοσιογραφική έρευνα του συγγραφέα. ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ("Τα στοιχεία του ''προβλήματος''") καταπιάνεται με τα μεγέθη της σλαβόφωνης πληθυσμιακής ομάδας της ελληνικής Μακεδονίας πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών της δεκαετίας του ''20. Στη συνέχεια παρουσιάζεται συνοπτικά η διεθνής και εγχώρια επιστημονική συζήτηση για τα χαρακτηριστικά, την αυτοτέλεια και την ονομασία της σλαβομακεδονικής γλώσσας. Το δεύτερο κεφάλαιο ("Σλαβογλωσσία και εθνικά κόμματα") ασχολείται με τη γλωσσική διάσταση της εθνικής διαμάχης στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους. Ακολουθούν: * Η καταγραφή της εθνικιστικής κινδυνολογίας περί "επικινδυνότητας" της σλαβοφωνίας στις παραμεθόριες ελληνικές επαρχίες, με έμφαση στις σχετικές επιδόσεις των αθηναϊκών ΜΜΕ και την αντανάκλασή τους στις τοπικές κοινωνίες (Κεφάλαιο 3ο, "''Καρκίνωμα δια την Ελλάδα''") * Η σκιαγράφηση των κυβερνητικών προσπαθειών της τριετίας 1924-1926 για τακτοποίηση του μειονοτικού ζητήματος σε διακρατική βάση υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (Κεφάλαιο 4ο, "Το Πρωτόκολλο της Γενεύης και το Abecedar") * Η περιγραφή των ποικίλων εκδοχών της αφομοιωτικής πολιτικής που υιοθέτησαν οι κρατικές υπηρεσίες και τα εθνικιστικά σωματεία στα χρόνια του Μεσοπολέμου (κεφάλαιο 5ο, "Η ''ήπια'' αφομοίωση"). Η μεταξική πολιτική της γενικευμένης καταστολής της σλαβοφωνίας και οι περιπέτειες της δεκαετίας του ''40, με κατάληξη την ατελή εθνοκάθαρση του 1945-49, είναι το αντικείμενο του έκτου και του εβδόμου κεφαλαίου ("Η τρομοκρατία του ''Νέου Κράτους''" και "Το ''ιδίωμα'' στα χρόνια της θύελλας"). Τα επόμενα δυο κεφάλαια ("Το ''ανύπαρκτο'' ζήτημα" και "Ελλάς Ελληνοφώνων Χριστιανών") αποκαλύπτουν -με τη βοήθεια υπηρεσιακών εγγράφων- ότι, παρά την επίσημη πολιτική της σιωπής, στην πράξη η αφομοιωτική εξόρμηση κλιμακώθηκε μετά τον πόλεμο. Εκτενής αναφορά γίνεται στις δημόσιες ορκομωσίες ολόκληρων ν χωριών ότι δεν πρόκειται να ξαναμιλήσουν τη μητρική τους γλώσσα (1959), στην αφειδή διάθεση μυστικών κονδυλίων προς κάθε λογής "εθνικούς συλλόγους" ή υπηρεσίες που είχαν επιφορτιστεί με την καταπολέμηση του "ιδιώματος", και στους υπηρεσιακούς σχεδιασμούς της χούντας για περιορισμό της σλαβογλωσσίας "εις το ελάχιστον εντός 5 ετών". Ας σημειωθεί εδώ ότι υπηρεσιακές εκθέσεις εκτιμούσαν το 1965 τους σλαβόφωνους Μακεδόνες τριών μονάχα νομών (Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας) σε 130-150.000. Οι εξελίξεις μετά το 1974 καλύπτονται από το δέκατο κι ενδέκατο κεφάλαιο, που τιτλοφορούνται "Η αργόσυρτη Μεταπολίτευση" και "Τον καιρό των συλλαλητηρίων". Ιδιαίτεραη προσπάθεια καταβάλλεται για την περιγραφή των ενδοϋπηρεσιακών ζυμώσεων που οδήγησαν στην ανολοκλήρωτη (και σε μεγάλο βαθμό ανομολόγητη) αλλαγή πολιτικής του ελληνικού κράτους μετά το 1995, κάτω απ'' τη διπλή πίεση του νέου μεταψυχροπολεμικού διεθνούς κλίματος και της εμφάνισης ενός μειοψηφικού αλλά υπαρκτού μειονοτικού κινήματος στο εσωτερικό των σλαβόφωνων κοινοτήτων της Βόρειας Ελλάδας. Το δωδέκατο κεφάλαιο ("Τα ''εθνικώς ύποπτα'' πανηγύρια") καταπιάνεται τέλος με μια επιμέρους αλλά κρίσιμη διάσταση του ζητήματος: την εχθρική αντιμετώπιση του σλαβομακεδονικού λαϊκού πολιτισμού, και συγκεκριμένα της τοπικής μουσικοχορευτικής παράδοσης, από τα διοικητικά όργανα και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους. Η Απαγορευμένη Γλώσσα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 2000, την επαύριο της εθνικιστικής υστερίας των μεγάλων συλλαλητηρίων για το "σκοπιανό". Η υποδοχή της υπήρξε εξαιρετικά θετική και τρεις διαδοχικές εκδόσεις εξαντλήθηκαν μέσα σε μια τετραετία. Εξαίρεση αποτέλεσε η καμπάνια του περιοδικού "Πολιτικά Θέματα", που με πρωτοσέλιδο αφιέρωμά του (14.7.2000) και σειρά άρθρων του επιχείρησε να αναδείξει σε πολιτικό σκάνδαλο την "υποκλοπή" από το συγγραφέα του πλούσιου αρχειακού υλικού πάνω στο οποίο βασίστηκε το βιβλίο. Τα σχετικά δημοσιεύματα έφτασαν να κάνουν λόγο για "τριψήφιο αριθμό εγγράφων ''Ειδικής Χρήσεως'' (αυτά που στα αρχεία των διαφόρων χωρών τα ''μπλοκάρουν'' για πολλά χρόνια, αφού περιέχουν πολύ ευαίσθητα θέματα της πολιτικής τους)", παραδεχόμενα ταυτόχρονα ότι "είναι τόσο εμπεριστατωμένη η εργασία αυτή ώστε, εάν δεν είχε προκλητικό ανθελληνικό περιεχόμενο και κακόβουλες τοποθετήσεις, θα μπορούσε να συστηθεί για Βραβείο Ακαδημίας"! Πρωταγωνιστής της εκστρατείας κατά του βιβλίου ήταν ο συνεργάτης του περιοδικού, πρόεδρος της "Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας" και πάλαι ποτέ υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Ν.Δ., Γεράσιμος Αποστολάτος. Το ζήτημα έφερε στη Βουλή ο τότε βουλευτής της Ν.Δ. (και νυν Υπουργός Δικαιοσύνης) Σωτήρης Χατζηγάκης, με ειδική ερώτησή του (3844/14.10.2000) στην οποία -υιοθετώντας ακόμη και τις διατυπώσεις του αρχικού δημοσιεύματος των "Πολιτικών Θεμάτων"- ζητούσε να πληροφορηθεί "εάν επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δημοσιεύματος περί της διαρροής 350 απορρήτων εγγράφων της εξωτερικής μας πολιτικής προς τα γραφεία ανθρώπων, οι οποίοι επιδιώκουν να πλήξουν τη χώρα και τα εθνικά μας συμφέροντα", "με ποιον τρόπο" αποκτήθηκαν "αυτά τα έγγραφα από τις ίδιες τις υπηρεσίες του Υπουργείου και πότε" και "τι έπραξε η ηγεσία του ΥΠΕΞ για την επιστροφή τους [sic] στα αρχεία του Υπουργείου και τον καταμερισμό ευθυνών στους υπεύθυνους". Την απάντηση στο βουλευτή της Ν.Δ. έδωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, επαναφέροντας το υποτιθέμενο "σκάνδαλο" στις πραγματικές του διαστάσεις (30.11.2000). Η επανακυκλοφορία του βιβλίου κρίθηκε επιβεβλημένη, σε μια συγκυρία κατά την οποία το Μακεδονικό επανέρχεται στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της χώρας και τα παλιότερα σλαβοφοβικά και σλαβοφάγα ιδεολογήματα της παραδοσιακής εθνικοφροσύνης ξανακάνουν την εμφάνισή τους στο δημόσιο λόγο. Η διαλεύκανση των "λευκών σελίδων" της πρόσφατης ιστορίας μας συνιστά άλλωστε απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε εποικοδομητική συζήτηση πάνω στα λεγόμενα "εθνικά μας θέματα" - με πρώτο και καλύτερο το ζήτημα που, από "ανύπαρκτο", αναγορεύτηκε εν μία νυκτί σε επίκεντρο της εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής του τόπου.