Μια από τις πιο στερεοτυπικά προσλαμβανόμενες ‘ταυτότητες’ στον κοινό λόγο είναι αυτή του ‘Γύφτου’ μαζί με όλες τις παρεμφερείς (‘Τσιγγάνοι’, ‘Ρομά’, ‘ρόμηδες’ κλπ.). Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που και στον επιστημονικό λόγο, διάφορα σύνολα ανθρώπινων κοινοτήτων εγκιβωτίζονται στις παραπάνω κατηγορίες και προσεγγίζονται μέσα από περιχαρακωμένα σχήματα ανάλυσης, τα οποία τις
περισσότερες φορές αναπαριστούν μια στατική -ή εν πάση περιπτώσει- περιχαρακωμένη ταυτότητα και αδυνατούν να καταγράψουν και να αναδείξουν, αφενός τις δυναμικές ‘μετάλλαξης’ και ‘μεταστροφής’ που έχουν γενικά οι συλλογικές -εν προκειμένω εθνοτικές- ταυτότητες μέσα στο χρόνο, αφετέρου τη διαλεκτική τους σχέση με μια πληθώρα εξωτερικών παραγόντων, αλλά και προσωπικών κινήτρων.
Στην μελέτη αυτή, έχω ως ‘ομάδα’ παρατήρησης τις από παλιά εδραίες κοινότητες ‘Ρόμηδων’ σιδεράδων/μουσικών, που κατοικούσαν σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και οι οποίες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αντιπροσώπευαν για τις άλλες συμβιωτικές ομάδες μια στιγματισμένη ‘ετερότητα’. Το ενδιαφέρον μου στρέφεται στην καταγραφή εκείνων των κοινωνικών διεργασιών που αφορούν τη συγκεκριμένη κατηγορία, στις οποίες εμφανίζονται φαινόμενα ‘διαπέρασης’ η και ‘τήξης’ των εθνοτικών ορίων που την καθόριζαν, με αποτέλεσμα σε πάρα πολλές περιπτώσεις, τη μερική ή και ολική απαλοιφή της ‘ορατότητάς’ των μελών της ως εθνοτικά ‘άλλων’ και τη ‘μετάβασή’ τους σε μια νέα ταυτότητα, αυτή του ‘όμοιου’, του ‘οικείου’. Θεμελιώδης σκοπός της εργασίας μου είναι να εντοπίσω, καταγράψω και ερμηνεύσω τα αίτια που προκάλεσαν αυτή την μετάβαση και να καταδείξω τους τρόπους υλοποίησής της.